- ἀπομαρτυρέω
- ἀπομαρτῠρ-έω,A testify, bear witness,
ἀ. τισὶν ὅτι εἰσὶν πολῖται Milet. 3
No.313 (iii B.C.): c. acc. et inf., Plb.30.31.20; τι Plu.2.860c:— [voice] Pass.,περὶ τούτων ἀπομεμαρτύρηται αὐτῷ ὅτι IG2.377.9
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.